- συμπλαστικός
- -ή, -ό, Ν [συμπλάστης]1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμπλάστη2. φρ. «συμπλαστική μεταφορά»βοτ. η διακίνηση τών ιόντων από κύτταρο σε κύτταρο μέσω τών πλασμοδεσμών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.